Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἰ ώδης

  • 1 глинистый

    гли́н||истый
    прил ἀργιλ(λ)ώδης, πηλώδης:
    \глинистыйистая почва τό ἀργιλ(λ)όχωμα.

    Русско-новогреческий словарь > глинистый

  • 2 stubborn

    (obstinate, or unwilling to yield, obey etc: He's as stubborn as a donkey.) πεισματάρης,πεισματικός/-ώδης

    English-Greek dictionary > stubborn

  • 3 женский

    επ.
    γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•

    -ая обувь γυναικείο παπούτσι•

    женский труд γυναικεία εργασία•

    -ая хитрость γυναικεία πονηριά•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•

    женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•

    -ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•

    -ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.

    || των θηλέων, για τα θήλεα•

    -ая школа παρθεναγωγείο•

    -ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•

    -ие органы γυναικεία όργανα•

    -ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.

    εκφρ.
    - ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•
    женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•
    - ая логикаειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•
    женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•
    - ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•
    - ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή).

    Большой русско-греческий словарь > женский

  • 4 исполинский

    επ.
    γιγάντιος, -τιαίος, -ώδης. || μεγάλος, τρανός, τεράστιος, πελώριος.

    Большой русско-греческий словарь > исполинский

  • 5 лад

    -а (ладу), προθτ. о -е, в -у, πλθ.α.
    1. αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα•

    жить в -у ζω αρμονικά•

    быть не в -ах с... δεν τα πάω καλά με...• нет -у дома δεν υπάρχει ομόνοια στο σπίτι.

    2. τρόπος, υπόδειγμα, στυλ•

    на все -ы κατ όλους τους τρόπους•

    на другой лад сделать что-н. κατ άλλον τρόπον θα κάνω κάτι.

    3. (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής.
    4. τα διαστήματα (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου).
    5. πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργάνων).
    6. σκαρί ζώων.
    εκφρ.
    не в -у ή не в -ах (жить, бытьκ.τ.τ.) σε διχόνοια•
    идти (пойти) на лад – στρώνω, ρεγουλάρω•
    ни складу ни -у – ασυναρτησίες.

    Большой русско-греческий словарь > лад

  • 6 надрывистый

    επ., βρ: -вист, -а, -о
    σπασμωδικός, -ώδης.

    Большой русско-греческий словарь > надрывистый

  • 7 одический

    επ.
    ωδικός, της ωδής.

    Большой русско-греческий словарь > одический

См. также в других словарях:

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ᾠδῆς — ἀοιδή song fem gen sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδῇς — ἀοιδή song fem dat pl (attic epic) ᾠδή song fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤδης — οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg οἰδέω swell imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική …   Dictionary of Greek

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

  • ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] …   Dictionary of Greek

  • ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»